εἰδότας

εἰδότας
οἶδα
see
perf part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • невѣдѣти — НЕВѢ|ДѢТИ (20), МЬ, СТЬ гл. Не знать, быть в неведении: оставъша˫а ст҃го събора. и пребыша въ странѣ. ли въ градѣ коѥ˫а ради вины. ли цр҃квьны˫а или тѣлѥсьны˫а не невѣдѣти [в др. сп. невидѣти] (μὴ ἀγνоῆσαι) КЕ XII, 28а; тѣмъ [попам и дьяконам]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπρόσωπος — ον, Α μτφ. αναιδής, αδιάντροπος («ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αἰγο πρόσωπος, μακρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”